Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
struggling
01
παλεύων, με δυσκολίες
facing challenges or hardships, often in the context of financial limitations or adversities
Παραδείγματα
The struggling artist took on multiple jobs to make ends meet while pursuing their passion.
Ο αγωνιζόμενος καλλιτέχνης ανέλαβε πολλές δουλειές για να τα βγάλει πέρα ενώ ακολουθούσε το πάθος του.
In the face of unexpected medical expenses, the family found themselves struggling to cover basic living costs.
Αντιμέτωπη με απροσδόκητα ιατρικά έξοδα, η οικογένεια βρέθηκε να αγωνίζεται να καλύψει τα βασικά κόστη διαβίωσης.
Λεξικό Δέντρο
struggling
struggle



























