Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to strum
01
κρούω, παίζω
to play a stringed instrument by sweeping the fingers lightly across the strings
Παραδείγματα
She strums her guitar softly, creating a soothing melody.
Αυτή χτυπά απαλά την κιθάρα της, δημιουργώντας μια χαλαρωτική μελωδία.
He strummed his guitar while sitting on the porch yesterday.
Χθες έπαιζε την κιθάρα του ενώ καθόταν στο βεράντα.
Strum
01
τσιμπήματα, ήχος από τσιμπήματα
sound of strumming
Λεξικό Δέντρο
strumming
strum



























