Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stingy
01
τσιγκούνης, φιλάργυρος
unwilling to spend or give away money or resources
Παραδείγματα
He was so stingy that he would n't even buy a coffee for his friend.
Ήταν τόσο τσιγκούνης που δεν θα αγόραζε ούτε έναν καφέ για τον φίλο του.
She found it frustrating how stingy her uncle was with family gifts.
Βρήκε απογοητευτικό το πόσο τσιγκούνης ήταν ο θείος της με τα δώρα για την οικογένεια.
02
τσιγκούνης, φιλάργυρος
deficient in amount or quality or extent



























