Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to squeal
01
καταδίδω, μουντζώνω
confess to a punishable or reprehensible deed, usually under pressure
02
τσιρίζω, ουρλιάζω
to make a long high cry such as a pig
Παραδείγματα
The girls squealed in excitement upon seeing the puppy.
Τα κορίτσια τσίριξαν από ενθουσιασμό όταν είδαν το κουτάβι.
He squealed in pain after hitting his finger with a hammer.
Έβγαλε ουρλιαχτό από τον πόνο αφού χτύπησε το δάχτυλό του με ένα σφυρί.
Squeal
01
στριγκλιά, διαπεραστική κραυγή
a sharp long cry or sound
Λεξικό Δέντρο
squealer
squealing
squeal



























