Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
squeamish
01
ευαίσθητος, λεπτός
easily sickened by unpleasant things
Παραδείγματα
She felt squeamish when she saw the blood on the floor after the accident.
Αισθάνθηκε αηδία όταν είδε το αίμα στο πάτωμα μετά το ατύχημα.
He had been squeamish about watching horror films ever since childhood.
Ήταν ευαίσθητος στο να βλέπει ταινίες τρόμου από την παιδική του ηλικία.
Λεξικό Δέντρο
squeamishly
squeamishness
squeamish



























