LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Snot
/snˈɒt/
/ˈsnɔt/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "snot"
Snot
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
nasal mucus
02
a person regarded as arrogant and annoying
word family
snot
snot
Noun
snotty
Adjective
snotty
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
snorty
snorting
snorter
snort
snorkeling
snot-nosed
snotty
snotty-nosed
snout
snout beetle
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App