Smoked
volume
British pronunciation/smˈə‍ʊkt/
American pronunciation/ˈsmoʊkt/

Ορισμός και Σημασία του "smoked"

01

(of food) exposed to smoke from burning wood or other materials during the cooking or preservation process

smoked

adj

smoke

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store