LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Smokeless
/smˈəʊkləs/
/ˈsmoʊkɫəs/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "smokeless"
smokeless
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
άκαπνος
able to burn with little or no smoke
smoky
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App