Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sinful
01
ενοχος, αμαρτωλός
characterized by iniquity; wicked because it is believed to be a sin
02
υπερβολικός, αμέτρητος
far more than usual or expected
Παραδείγματα
The sinful deeds of the villain were depicted as a blatant disregard for any moral standards.
Οι αμαρτωλές πράξεις του κακού απεικονίστηκαν ως μια εμφανής περιφρόνηση για οποιαδήποτε ηθικά πρότυπα.
The movie portrayed the hero 's battle against a sinful empire bent on spreading corruption.
Η ταινία απεικόνισε τη μάχη του ήρωα ενάντια σε μια αμαρτωλή αυτοκρατορία αποφασισμένη να διαδώσει τη διαφθορά.
Λεξικό Δέντρο
sinfulness
sinful
sin



























