Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sighted
01
βλέπων, ικανός να βλέπει
capable of seeing unlike a blind person
Παραδείγματα
The eagle-eyed scout sighted movement in the distance and alerted the team.
Ο ορατικός ανιχνευτής είδε κίνηση σε απόσταση και ειδοποίησε την ομάδα.
He was relieved to find his lost keys after a friend sighted them on the kitchen counter.
Ανακουφίστηκε που βρήκε τα χαμένα του κλειδιά αφού ένας φίλος τα είδε στον πάγκο της κουζίνας.
Λεξικό Δέντρο
sightedness
unsighted
sighted
sight



























