Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to sightsee
01
επισκέπτομαι αξιοθέατα, κάνω τουρισμό
to visit interesting and well-known places
Intransitive
Παραδείγματα
Tourists often come to the city to sightsee and experience its cultural landmarks.
Οι τουρίστες έρχονται συχνά στην πόλη για να περιηγηθούν και να βιώσουν τα πολιτιστικά της αξιοθέατα.
During their vacation, the family plans to sightsee in historic districts and museums.
Κατά τις διακοπές τους, η οικογένεια σχεδιάζει να περιηγηθεί σε ιστορικές συνοικίες και μουσεία.
Λεξικό Δέντρο
sightseeing
sightseer
sightsee
sight
see



























