Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sightseer
01
τουρίστας, επισκέπτης
a tourist who is visiting sights of interest
Λεξικό Δέντρο
sightseer
sightsee
sight
see
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τουρίστας, επισκέπτης
Λεξικό Δέντρο
sight
see