Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sightseeing
01
τουρισμός, περιήγηση
the activity of visiting interesting places in a particular location as a tourist
Παραδείγματα
Our vacation itinerary included two days of sightseeing in Barcelona.
Το πρόγραμμα των διακοπών μας περιλάμβανε δύο ημέρες περιήγησης στη Βαρκελώνη.
She was exhausted after a full day of sightseeing in Paris.
Ήταν εξαντλημένη μετά από μια ολόκληρη μέρα περιήγησης στο Παρίσι.
02
πρόταση γάμου, αιτημα γάμου
ask (someone) to marry you
Λεξικό Δέντρο
sightseeing
sightsee
sight
see



























