Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shifty
01
μεταβλητός, ασταθής
changing position or direction
02
ύποπτος, αναξιόπιστος
(of a person) appearing dishonest or untrustworthy
Παραδείγματα
His shifty eyes made her question whether he was telling the truth.
Τα ύπουλα μάτια του την έκαναν να αμφισβητήσει αν έλεγε την αλήθεια.
The shifty salesman tried to sell her a used car with hidden issues.
Ο ύποπτος πωλητής προσπάθησε να της πουλήσει ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο με κρυμμένα προβλήματα.
Λεξικό Δέντρο
shiftily
shifty
shift



























