Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to shimmer
01
λαμπυρίζω, αστράφτω
to shine with a soft and wavering light
Intransitive
Παραδείγματα
The lake shimmered in the moonlight.
Η λίμνη λάμπε στο φως του φεγγαριού.
Her dress shimmered as she moved under the spotlight.
Το φόρεμά της λάμπισε καθώς κινούνταν κάτω από τα φώτα.
Shimmer
01
λαμπύρισμα, απαύρα
a soft, wavering light that creates a glistening or sparkling effect
Παραδείγματα
The shimmer of the water reflected the colors of the sunset.
Η λαμπύρισμα του νερού αντανακλούσε τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος.
A shimmer of light danced across the surface of the lake.
Μια λαμπύριδα φωτός χόρευε στην επιφάνεια της λίμνης.
Λεξικό Δέντρο
shimmering
shimmer



























