Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shiitake
01
shiitake, μανιτάρι shiitake
a type of edible mushroom with a savory and rich flavor
Παραδείγματα
Greg, who typically avoids mushrooms, decided to give shiitake a try.
Ο Γκρεγκ, που συνήθως αποφεύγει τα μανιτάρια, αποφάσισε να δοκιμάσει τα shiitake.
Topping pizza with sliced shiitake mushrooms seems to be very risky.
Το να βάζεις μανιτάρια shiitake σε φέτες στην πίτα φαίνεται πολύ επικίνδυνο.



























