Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shattered
01
σπασμένος, θρυμματισμένος
receiving damage and becoming broken or destroyed
Παραδείγματα
The glass vase fell off the shelf and shattered into countless pieces on the floor.
Το γυάλινο βάζο έπεσε από το ράφι και θρυμματίστηκε σε αμέτρητα κομμάτια στο πάτωμα.
She felt her dreams were shattered when she did n’t get accepted into her first-choice university.
Ένιωσε ότι τα όνειρά της θρυμματίστηκαν όταν δεν έγινε δεκτή στο πανεπιστήμιο της πρώτης της επιλογής.
02
σπασμένος, κατεστραμμένος
*** very upset
Παραδείγματα
He was said to be absolutely shattered after losing his job.
Λέγεται ότι ήταν εντελώς συντετριμμένος αφού έχασε τη δουλειά του.
03
εξαντλημένος, κουρασμένος
*** exhausted
Dialect
British
Παραδείγματα
I usually feel too shattered to do more than crawl into bed.
Συνήθως αισθάνομαι πολύ εξαντλημένος για να κάνω κάτι περισσότερο από το να σέρνομαi στο κρεβάτι.



























