Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to scat
01
το σκάω, τσακώνω
flee; take to one's heels; cut and run
Scat
01
σκάτ, φωνητική αυτοσχεδιαστική μουσική
vocal improvisation where the singer uses nonsense syllables, rhythms, and melodic variations to create spontaneous and rhythmic expressions
Παραδείγματα
Ella Fitzgerald was known for her mastery of scat, effortlessly weaving intricate melodies and rhythms.
Η Έλα Φιτζέραλντ ήταν γνωστή για την κυριαρχία της στο σκάτ, πλέκοντας αβίαστα περίπλοκες μελωδίες και ρυθμούς.
The scat solo in the jazz performance showcased the vocalist's improvisational skill and creativity.
Το σόλο scat στην τζαζ παράσταση επέδειξε την ικανότητα αυτοσχεδιασμού και τη δημιουργικότητα του τραγουδιστή.
Λεξικό Δέντρο
scatter
scat



























