Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rousing
Παραδείγματα
The rousing music at the concert energized the crowd, prompting everyone to dance and sing along.
Η συναρπαστική μουσική στη συναυλία ενέπνευσε το πλήθος, προκαλώντας όλους να χορέψουν και να τραγουδήσουν.
The movie ended with a rousing finale that left the audience cheering and applauding.
Η ταινία τελείωσε με ένα συναρπαστικό φινάλε που άφησε το κοινό να ζητωκραυγάζει και να χειροκροτεί.
02
διεγερτικός, συναρπαστικός
rousing to activity or heightened action as by spurring or goading
Rousing
01
διέγερση, ξύπνημα
the act of arousing



























