Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to resell
01
επαναπωλώ, πουλώ ξανά
to sell something one has previously purchased
Transitive: to resell sth
Παραδείγματα
Online platforms provide opportunities for individuals to resell second-hand items.
Οι διαδικτυακές πλατφόρμες παρέχουν στους ιδιώτες ευκαιρίες να ξαναπουλήσουν μεταχειρισμένα αντικείμενα.
Entrepreneurs may choose to resell bulk quantities of products at a higher price.
Οι επιχειρηματίες μπορούν να επιλέξουν να ξαναπουλήσουν μεγάλες ποσότητες προϊόντων σε υψηλότερη τιμή.



























