Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Researcher
01
ερευνητής, επιστήμονας
someone who studies a subject carefully and carries out academic or scientific research
Παραδείγματα
A researcher must be thorough and patient in their work.
Ένας ερευνητής πρέπει να είναι προσεκτικός και υπομονετικός στην εργασία του.
Every detail is important for a researcher studying microorganisms.
Κάθε λεπτομέρεια είναι σημαντική για έναν ερευνητή που μελετά μικροοργανισμούς.
Λεξικό Δέντρο
researcher
searcher
search



























