Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
resentful
Παραδείγματα
She was resentful towards her colleague who took credit for her ideas.
Ήταν πικραμένη απέναντι στον συνάδελφό της που πήρε την πίστωση για τις ιδέες της.
He grew resentful of his parents' strict rules as he got older.
Έγινε πικραμένος από τους αυστηρούς κανόνες των γονιών του καθώς μεγάλωνε.
Λεξικό Δέντρο
resentfully
unresentful
resentful
resent



























