Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
repugnant
01
αηδιαστικός, σιχαμερός
extremely unpleasant and disgusting
Παραδείγματα
The very thought of cruelty to animals is repugnant to me.
Η ίδια η σκέψη της σκληρότητας προς τα ζώα μου είναι αηδιαστική.
His repugnant behavior towards others earned him a reputation as a bully.
Η απεχθής συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους του χάρισε τη φήμη του νταή.
Λεξικό Δέντρο
repugnant
repugn



























