LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Repurpose
/ɹɪpˈɜːpəs/
/ɹɪpˈɜːpəs/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "repurpose"
to repurpose
ΡΉΜΑ
01
επαναχρησιμοποίηση
to adapt or modify something for a different use or purpose than its original one
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App