Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reputed
01
αξιόπιστος, σεβαστός
considered to be a certain way, though not necessarily confirmed
Παραδείγματα
He is a reputed expert in ancient languages.
Είναι αναγνωρισμένος ειδικός στις αρχαίες γλώσσες.
The restaurant is reputed to serve the best seafood in town.
Το εστιατόριο είναι διάσημο για το ότι σερβίρει τα καλύτερα θαλασσινά στην πόλη.
Λεξικό Δέντρο
reputedly
reputed
repute



























