Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Repentance
01
μετάνοια, τανάλια
a feeling of remorse or regret for past wrongs
Παραδείγματα
Even in his final hours, the old man expressed no repentance for his past actions.
Ακόμα και στις τελευταίες του ώρες, ο γέρος δεν εξέφρασε μετάνοια για τις περασμένες του πράξεις.
The priest spoke of the importance of repentance in the path to redemption.
Ο ιερέας μίλησε για τη σημασία της μετάνοιας στο δρόμο προς τη λύτρωση.
Λεξικό Δέντρο
repentance
repent



























