Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Repercussion
01
απήχηση, ανάκρουση
a movement back from an impact
02
επίπτωση, συνέπεια
an unintended effect of something, usually a negative and long lasting one
Παραδείγματα
The policy change had unexpected repercussions on local businesses.
Η αλλαγή της πολιτικής είχε απρόβλεπτες επιπτώσεις στις τοπικές επιχειρήσεις.
The environmental repercussions of the oil spill were felt for years.
Οι περιβαλλοντικές συνέπειες της διαρροής πετρελαίου έγιναν αισθητές για χρόνια.
Λεξικό Δέντρο
repercussion
percussion
percuss



























