Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
proven
01
αποδεδειγμένος, επιβεβαιωμένος
demonstrated or established as true, reliable, or effective through evidence or experience
Παραδείγματα
She presented a proven method for improving productivity at work.
Παρουσίασε μια αποδεδειγμένη μέθοδο για τη βελτίωση της παραγωγικότητας στην εργασία.
His proven track record in sales earned him a promotion.
Το αποδεδειγμένο ιστορικό του στις πωλήσεις του χάρισε μια προαγωγή.
Λεξικό Δέντρο
unproven
proven



























