Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pronounced
01
εμφανής, σαφής
immediately noticed due to being apparent
Παραδείγματα
The patient 's symptoms became more pronounced after the medication was discontinued.
Τα συμπτώματα του ασθενούς έγιναν πιο εμφανή μετά τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής.
Her accent was less pronounced after years of living in a foreign country.
Η προφορά της ήταν λιγότερο επιφανής μετά από χρόνια διαβίωσης σε ξένη χώρα.
Λεξικό Δέντρο
pronounced
pronounce



























