profligate
prof
prɑ:f
πραφ
li
li:
λη
gate
geɪt
γκειτ
British pronunciation
/pɹˈɒflɪɡˌe‍ɪt/

Ορισμός και σημασία του "profligate"στα αγγλικά

profligate
01

άσωτος, σπάταλος

acting in a shameless, overindulgent, and immoral manner
example
Παραδείγματα
The billionaire ’s profligate spending on luxury yachts and parties was widely criticized.
Οι σπάταλες δαπάνες του δισεκατομμυριούχου για πολυτελή σκάφη και πάρτι επικρίθηκαν ευρέως.
His profligate lifestyle led to a series of financial and personal troubles.
Ο άσωτος τρόπος ζωής του οδήγησε σε μια σειρά από οικονομικά και προσωπικά προβλήματα.
02

σπάταλος, δαπανηρός

overly extravagant or wasteful, especially with money
example
Παραδείγματα
Despite their limited income, she remained profligate in her spending habits.
Παρά το περιορισμένο εισόδημά τους, παρέμεινε σπάταλη στις συνήθειες των δαπανών της.
The company faced financial trouble due to the profligate management of funds.
Η εταιρεία αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα λόγω της σπάταλης διαχείρισης των κεφαλαίων.
01

άσωτος, διαλλακτικός

a dissolute man in fashionable society
02

σπάταλος, δαπανηρός

a recklessly extravagant consumer

Λεξικό Δέντρο

profligately
profligate
proflig
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store