Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
profitable
01
κερδοφόρος, επικερδής
(of a business) providing benefits or valuable returns
Παραδείγματα
The new marketing strategy proved highly profitable, increasing the company's revenue by 20 % in just six months.
Η νέα στρατηγική μάρκετινγκ αποδείχθηκε πολύ κερδοφόρα, αυξάνοντας τα έσοδα της εταιρείας κατά 20% σε μόλις έξι μήνες.
Despite initial struggles, the restaurant became profitable within its first year of operation.
Παρά τις αρχικές δυσκολίες, το εστιατόριο έγινε κερδοφόρο μέσα στο πρώτο έτος λειτουργίας του.
Λεξικό Δέντρο
profitability
profitableness
profitably
profitable
profit



























