Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
remunerative
01
αμειβόμενος, κερδοφόρος
for which money is paid
02
κερδοφόρος, επικερδής
having strong income-generating potential
Παραδείγματα
The lawyer transitioned to a more remunerative practice area specializing in corporate mergers.
Ο δικηγόρος μεταπήδησε σε έναν πιο αποδοτικό τομέα πρακτικής που ειδικεύεται σε εταιρικές συγχωνεύσεις.
After years of research, his patent became remarkably remunerative, earning seven figures annually.
Μετά από χρόνια έρευνας, η πατέντα του έγινε αξιοσημείωτα κερδοφόρα, κερδίζοντας επταψήφια ποσά ετησίως.
Λεξικό Δέντρο
unremunerative
remunerative
remunerate
remuner



























