Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
renal
01
νεφρικός, σχετικός με τα νεφρά
relating to the kidneys or their function
Παραδείγματα
He underwent renal testing to assess his kidney function.
Υποβλήθηκε σε νεφρικές εξετάσεις για να αξιολογηθεί η λειτουργία των νεφρών του.
A diet low in sodium can help prevent renal damage.
Μια δίαιτα χαμηλή σε νάτριο μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη νεφρικής βλάβης.



























