Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
profoundly
01
βαθιά, ακραία
to an extreme or total degree, especially used in medical contexts
Παραδείγματα
She was profoundly deaf from birth and relied on sign language to communicate.
Ήταν βαθιά κωφή από τη γέννηση και βασίστηκε στη νοηματική γλώσσα για επικοινωνία.
The child was profoundly affected by the genetic disorder.
Το παιδί επηρεάστηκε βαθιά από τη γενετική διαταραχή.
02
βαθιά, έντονα
deeply meaningful or significant
Παραδείγματα
The novel speaks profoundly about human suffering and resilience.
Το μυθιστόρημα μιλά βαθιά για την ανθρώπινη δυστυχία και την ανθεκτικότητα.
He thought profoundly before answering the difficult question.
Σκέφτηκε βαθιά πριν απαντήσει στην δύσκολη ερώτηση.
Λεξικό Δέντρο
profoundly
profound



























