Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
preparatory
01
προπαρασκευαστικός, προκαταρκτικός
relating to actions taken to make ready for a future event or purpose
Παραδείγματα
The students attended a preparatory workshop before the final exam.
Οι μαθητές παρακολούθησαν ένα προπαρασκευαστικό εργαστήρι πριν από την τελική εξέταση.
She completed a preparatory sketch before starting the painting.
Ολοκλήρωσε ένα προπαρασκευαστικό σκίτσο πριν ξεκινήσει τη ζωγραφική.
Λεξικό Δέντρο
preparatory
prepare



























