Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to preordain
01
προκαθορίζω, προορίζω
to decide or establish something in advance, especially by divine authority or an inevitable course of events
Παραδείγματα
It seemed their relationship had been preordained from the moment they first met.
Φαινόταν ότι η σχέση τους ήταν προκαθορισμένη από τη στιγμή που συναντήθηκαν για πρώτη φορά.
Her supporters argued new opportunities were not preordained but opened through hard work.
Οι υποστηρικτές της υποστήριξαν ότι οι νέες ευκαιρίες δεν ήταν προκαθορισμένες αλλά άνοιξαν μέσω της σκληρής δουλειάς.
Λεξικό Δέντρο
preordain
ordain



























