Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prepaid
01
προπληρωμένος, πληρωμένος εκ των προτέρων
already paid for
Παραδείγματα
She bought a prepaid phone card to make international calls without running up a large bill.
Αγόρασε μια προπληρωμένη κάρτα τηλεφώνου για να κάνει διεθνείς κλήσεις χωρίς να συσσωρεύει ένα μεγάλο λογαριασμό.
The prepaid debit card allows you to load money onto it before making purchases.
Η προπληρωμένη χρεωστική κάρτα σας επιτρέπει να φορτώνετε χρήματα πριν από τις αγορές σας.
Λεξικό Δέντρο
prepaid
paid



























