Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pompous
01
πομπώδης, αλαζονικός
having an overly high sense of self-importance
Παραδείγματα
His pompous speeches about his own achievements made everyone in the room uncomfortable.
Οι πομπώδεις ομιλίες του για τα δικά του επιτεύγματα έκαναν όλους στο δωμάτιο να νιώθουν άβολα.
The CEO ’s pompous attitude was evident in the way he spoke about his contributions to the company.
Η πομπώδης στάση του CEO ήταν εμφανής στον τρόπο που μιλούσε για τις συνεισφορές του στην εταιρεία.
02
πομπώδης, επίσημος
characterized by pomp and ceremony and stately display
Λεξικό Δέντρο
pompously
pompousness
unpompous
pompous
pomp



























