Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pomposity
01
πομπώδης, αλαζονεία
lack of elegance as a consequence of being pompous and puffed up with vanity
Λεξικό Δέντρο
pomposity
pomp
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πομπώδης, αλαζονεία
Λεξικό Δέντρο