Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pestering
01
ενοχλητικός, επίμονος
causing annoyance by repeatedly bothering or making demands
Παραδείγματα
The pestering phone calls kept interrupting my work.
Οι ενοχλητικές τηλεφωνικές κλήσεις διέκοπταν συνεχώς τη δουλειά μου.
His pestering attitude made it hard to focus on the task at hand.
Η ενοχλητική του συμπεριφορά έκανε δύσκολο να επικεντρωθεί κανείς στην εργασία που είχε στα χέρια του.
Λεξικό Δέντρο
pestering
pester



























