Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pessimistic
01
απαισιόδοξος, αρνητικός
having or showing a negative view of the future and always waiting for something bad to happen
Παραδείγματα
Despite their hard work, he remained pessimistic about the chances of success.
Παρά την σκληρή δουλειά τους, παρέμεινε απαισιόδοξος σχετικά με τις πιθανότητες επιτυχίας.
Her pessimistic attitude towards relationships made it difficult for her to trust others.
Η απαισιόδοξη στάση της απέναντι στις σχέσεις έκανε δύσκολο για αυτήν να εμπιστευτεί τους άλλους.
Λεξικό Δέντρο
pessimistic
pessimist
pessim



























