Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to pester
01
ενοχλώ, παρενοχλώ
to annoy someone repeatedly by making persistent requests
Transitive: to pester sb
Παραδείγματα
The children continued to pester their parents for a new toy.
Τα παιδιά συνέχισαν να ενοχλούν τους γονείς τους για ένα καινούριο παιχνίδι.
Despite being told no, he continued to pester his colleagues for help.
Παρόλο που του είπαν όχι, συνέχισε να ενοχλεί τους συναδέλφους του για βοήθεια.
Λεξικό Δέντρο
pestered
pestering
pester



























