Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pedagog
01
παιδαγωγός, παραδοσιακός δάσκαλος
a person who teaches young people, often with a formal or traditional approach to instruction
Παραδείγματα
The old pedagog insisted on discipline and memorization in his classroom.
Ο παλιός παιδαγωγός επέμενε στην πειθαρχία και την απομνημόνευση στην τάξη του.
As a seasoned pedagog, she shaped generations of students with her rigorous methods.
Ως έμπειρη παιδαγωγός, διαμόρφωσε γενιές μαθητών με τις αυστηρές μεθόδους της.
Λεξικό Δέντρο
pedagogic
pedagogical
pedagogics
pedagog



























