Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Peccadillo
01
μικροαμάρτημα, μικρό λάθος
a small excusable offense or mistake
Παραδείγματα
Forgetting an anniversary is a peccadillo, not a relationship-ending crime.
Το να ξεχάσεις μια επέτειο είναι ένα μικρό αμάρτημα, όχι ένα έγκλημα που τερματίζει μια σχέση.
Her warm manner made it easy to forgive the occasional social peccadillo.
Ο θερμός τρόπος της έκανε εύκολη τη συγχώρεση του περιστασιακού κοινωνικού peccadillo.



























