Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pebbly
01
χαλικώδης, πετρώδης
covered with or composed of small, smooth, rounded stones or pebbles
Παραδείγματα
They walked carefully along the pebbly beach.
Περπάτησαν προσεκτικά κατά μήκος της βότσαλης παραλίας.
The riverbank had a rough, pebbly surface.
Η όχθη του ποταμού είχε μια τραχιά, βότσαλη επιφάνεια.



























