Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
peccable
01
ελαττωματικός, αμαρτωλός
having the capability or tendency to err, sin or display weaknesses due to imperfect human nature
Παραδείγματα
Theologians argued humans are peccable creatures needing forgiveness and redemption.
Οι θεολόγοι υποστήριζαν ότι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλά πλάσματα που χρειάζονται συγχώρεση και λύτρωση.
Religions that view themselves as divine often do not acknowledge their leaders are peccable mortals.
Οι θρησκείες που θεωρούν τον εαυτό τους θεϊκό συχνά δεν αναγνωρίζουν ότι οι ηγέτες τους είναι αμαρτωλοί θνητοί.



























