LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pearly
/pˈɜːli/
/ˈpɝɫi/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "pearly"
Pearly
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
μαργαριτώδης
informal terms for a human `tooth'
chopper
pearly
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
μαργαριτώδης
having a shiny, white or light-colored surface similar to that of a pearl
pearly-white
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App