Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paucity
01
έλλειψη, σπανιότητα
a lacking amount or number of something
Παραδείγματα
The paucity of evidence made it difficult to prove the case in court.
Η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων έκανε δύσκολη την απόδειξη της υπόθεσης στο δικαστήριο.
There was a clear paucity of fresh produce at the local market.
Υπήρχε μια σαφής έλλειψη φρέσκων προϊόντων στην τοπική αγορά.



























