paucity
pau
ˈpɔ
πο
ci
σα
ty
ˌti
τι
British pronunciation
/pˈɔːsɪti/

Ορισμός και σημασία του "paucity"στα αγγλικά

01

έλλειψη, σπανιότητα

a lacking amount or number of something
example
Παραδείγματα
The paucity of evidence made it difficult to prove the case in court.
Η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων έκανε δύσκολη την απόδειξη της υπόθεσης στο δικαστήριο.
There was a clear paucity of fresh produce at the local market.
Υπήρχε μια σαφής έλλειψη φρέσκων προϊόντων στην τοπική αγορά.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store