Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pauperism
01
ακραία φτώχεια, απορία
the condition of being so poor that one does not have access to any food, support, or right
Λεξικό Δέντρο
pauperism
pauper
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ακραία φτώχεια, απορία
Λεξικό Δέντρο