Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
oversized
01
υπερμεγέθης, μεγαλύτερο από το συνηθισμένο
larger than the standard or usual size
Παραδείγματα
The oversized sweater enveloped her, providing extra warmth on the chilly evening.
Το oversized πουλόβερ την τυλίγει, προσφέροντας επιπλέον ζεστασιά στο κρύο βράδυ.
He wore oversized sunglasses to shield his eyes from the bright sunlight.
Φορούσε μεγάλα γυαλιά ηλίου για να προστατεύσει τα μάτια του από το φωτεινό ηλιακό φως.
Λεξικό Δέντρο
oversized
sized
size



























